επίθετο “mixed-use”
βασική μορφή mixed-use, μη βαθμ.
- (στην ακίνητη περιουσία) συνδυασμός διαφορετικών χρήσεων, όπως κατοικίες και εμπορικές, σε ένα κτίριο ή περιοχή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The city plans to develop a mixed-use complex with apartments above shops.