·

text (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “text”

ενικός text, πληθυντικός texts ή μη μετρήσιμο
  1. κείμενο
    The teacher asked the students to analyze the text for its main themes and ideas.
  2. έργο (σε περίπτωση που χρειάζεται διευκρίνιση: λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο)
    She spent the whole afternoon poring over historical texts in the library.
  3. μήνυμα (σε περίπτωση που χρειάζεται διευκρίνιση: κινητού τηλεφώνου)
    He sent me a text asking if I wanted to grab lunch.
  4. περικοπή (σε περίπτωση που χρειάζεται διευκρίνιση: θρησκευτικού κειμένου)
    The preacher selected a text from the Book of Proverbs for his sermon on wisdom.

ρήμα “text”

απαρέμφατο text; αυτός texts; αόριστος texted, text; μετοχή αορ. texted; μετοχή ενεστ. texting
  1. στέλνω μήνυμα (σε περίπτωση που χρειάζεται διευκρίνιση: με κινητό τηλέφωνο)
    I'll text you the address as soon as I find it.