ουσιαστικό “coffee”
ενικός coffee, πληθυντικός coffees ή μη μετρήσιμο
- καφές
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I drink coffee every morning to help me wake up.
- κόκκοι καφέ
The shop prides itself on offering a rich blend of Brazilian and Colombian coffees.
- φλιτζάνι καφέ
We ordered three iced coffees to enjoy on the hot summer day.
- καφεόδεντρο
The farmers in Brazil grow coffee plants that produce beans for our morning drinks.
- ώρα του καφέ
After dessert, they all gathered in the living room for coffee.