επίθετο “risky”
risky, συγκρ. riskier, υπερθ. riskiest
- ριψοκίνδυνος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Driving in heavy fog can be risky.
- τολμηρός (με υπονοούμενα)
The comedian told some risky jokes that made the audience blush.