·

dialect (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “dialect”

ενικός dialect, πληθυντικός dialects
  1. διάλεκτος
    In the southern dialect of American English, people often say "y'all" instead of "you all."
  2. ιδίωμα (που θεωρείται κατώτερο)
    She can't speak the standard language, only a dialect.