ουσιαστικό “lamb”
ενικός lamb, πληθυντικός lambs ή μη μετρήσιμο
- αρνί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The farmer showed the children a fluffy lamb that had just been born in the spring.
- αρνίσιο κρέας
For Easter dinner, we're having roasted lamb with rosemary.
ρήμα “lamb”
απαρέμφατο lamb; αυτός lambs; αόριστος lambed; μετοχή αορ. lambed; μετοχή ενεστ. lambing
- (ενός προβάτου) να γεννάει
The farmer was up all night because his sheep started lambing early in the spring.