ουσιαστικό “groove”
ενικός groove, πληθυντικός grooves
- αυλάκι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He carved a groove into the wood with his chisel.
- (μουσική) έντονος και ευχάριστος ρυθμός
The band's drummer laid down a funky groove that made everyone dance.
- ρουτίνα (καθιερωμένη συνήθεια)
After the holidays, it took me a while to get back into my groove at work.
- ιδανική γραμμή (στην πίστα αγώνων)
He lost control of the car when he drifted out of the groove.
ρήμα “groove”
απαρέμφατο groove; αυτός grooves; αόριστος grooved; μετοχή αορ. grooved; μετοχή ενεστ. grooving
- αυλακώνω
He grooved the board to make it fit snugly.
- χορεύω (με ρυθμική μουσική)
Everyone was grooving to the live jazz band.