·

groove (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “groove”

ενικός groove, πληθυντικός grooves
  1. αυλάκι
    He carved a groove into the wood with his chisel.
  2. (μουσική) έντονος και ευχάριστος ρυθμός
    The band's drummer laid down a funky groove that made everyone dance.
  3. ρουτίνα (καθιερωμένη συνήθεια)
    After the holidays, it took me a while to get back into my groove at work.
  4. ιδανική γραμμή (στην πίστα αγώνων)
    He lost control of the car when he drifted out of the groove.

ρήμα “groove”

απαρέμφατο groove; αυτός grooves; αόριστος grooved; μετοχή αορ. grooved; μετοχή ενεστ. grooving
  1. αυλακώνω
    He grooved the board to make it fit snugly.
  2. χορεύω (με ρυθμική μουσική)
    Everyone was grooving to the live jazz band.