ρήμα “drape”
απαρέμφατο drape; αυτός drapes; αόριστος draped; μετοχή αορ. draped; μετοχή ενεστ. draping
- ντραπάρω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The designer draped the mannequin with a luxurious velvet fabric.
- καλύπτω
She draped a blanket over the sleeping child to keep him warm.
- κρέμομαι χαλαρά (για ρούχα ή υλικά)
The elegant gown draped gracefully over her shoulders, flowing to the floor.
ουσιαστικό “drape”
ενικός drape, πληθυντικός drapes ή μη μετρήσιμο
- κουρτίνα (για κάλυψη ή διακόσμηση)
He pulled the drape to one side to let the morning light fill the room.