·

drape (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “drape”

απαρέμφατο drape; αυτός drapes; αόριστος draped; μετοχή αορ. draped; μετοχή ενεστ. draping
  1. ντραπάρω
    The designer draped the mannequin with a luxurious velvet fabric.
  2. καλύπτω
    She draped a blanket over the sleeping child to keep him warm.
  3. κρέμομαι χαλαρά (για ρούχα ή υλικά)
    The elegant gown draped gracefully over her shoulders, flowing to the floor.

ουσιαστικό “drape”

ενικός drape, πληθυντικός drapes ή μη μετρήσιμο
  1. κουρτίνα (για κάλυψη ή διακόσμηση)
    He pulled the drape to one side to let the morning light fill the room.