·

electric (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, ουσιαστικό

επίθετο “electric”

βασική μορφή electric, μη βαθμ.
  1. ηλεκτρικός
    The electric lights in the city twinkled like stars.
  2. ηλεκτρικός (των μουσικών οργάνων, ενισχυμένα ηλεκτρικά)
    He plays electric guitar in a rock band.
  3. ηλεκτρισμένος (πολύ συναρπαστικός ή γεμάτος έντονο συναίσθημα)
    The atmosphere in the stadium was electric as the team scored the winning goal.

ουσιαστικό “electric”

ενικός electric, μη μετρήσιμο
  1. ρεύμα (ηλεκτρική ενέργεια που παρέχεται σε ένα κτίριο)
    They couldn't watch TV because the electric was off.

ουσιαστικό “electric”

ενικός electric, πληθυντικός electrics
  1. ηλεκτρική κιθάρα
    He bought a new electric to play at the concert.
  2. (στην ξιφασκία) ηλεκτρικός εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για την καταγραφή του σκορ στην ξιφασκία
    She practiced using an electric before the competition.