επίθετο “electric”
βασική μορφή electric, μη βαθμ.
- ηλεκτρικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The electric lights in the city twinkled like stars.
- ηλεκτρικός (των μουσικών οργάνων, ενισχυμένα ηλεκτρικά)
He plays electric guitar in a rock band.
- ηλεκτρισμένος (πολύ συναρπαστικός ή γεμάτος έντονο συναίσθημα)
The atmosphere in the stadium was electric as the team scored the winning goal.
ουσιαστικό “electric”
ενικός electric, μη μετρήσιμο
- ρεύμα (ηλεκτρική ενέργεια που παρέχεται σε ένα κτίριο)
They couldn't watch TV because the electric was off.
ουσιαστικό “electric”
ενικός electric, πληθυντικός electrics
- ηλεκτρική κιθάρα
He bought a new electric to play at the concert.
- (στην ξιφασκία) ηλεκτρικός εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για την καταγραφή του σκορ στην ξιφασκία
She practiced using an electric before the competition.