ουσιαστικό “parent”
ενικός parent, πληθυντικός parents
- γονέας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every morning, Sarah's parents take turns driving her to school.
- γονικό στοιχείο (στον προγραμματισμό)
In the website's structure, the homepage acts as a parent to all the subpages, linking them together in a hierarchical manner.
- γονική ουσία (στη φυσική)
In a radioactive decay process, uranium-238 serves as the parent nuclide, eventually transforming into lead-206.
επίθετο “parent”
βασική μορφή parent, μη βαθμ.
- μητρική (σχετικά με εταιρεία)
The parent company owns several smaller businesses around the globe.
ρήμα “parent”
απαρέμφατο parent; αυτός parents; αόριστος parented; μετοχή αορ. parented; μετοχή ενεστ. parenting
- ανατροφή (το να αναθρέφεις ή να φροντίζεις ένα παιδί)
They took parenting classes to learn how to parent their new baby effectively.