·

parent (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα

ουσιαστικό “parent”

ενικός parent, πληθυντικός parents
  1. γονέας
    Every morning, Sarah's parents take turns driving her to school.
  2. γονικό στοιχείο (στον προγραμματισμό)
    In the website's structure, the homepage acts as a parent to all the subpages, linking them together in a hierarchical manner.
  3. γονική ουσία (στη φυσική)
    In a radioactive decay process, uranium-238 serves as the parent nuclide, eventually transforming into lead-206.

επίθετο “parent”

βασική μορφή parent, μη βαθμ.
  1. μητρική (σχετικά με εταιρεία)
    The parent company owns several smaller businesses around the globe.

ρήμα “parent”

απαρέμφατο parent; αυτός parents; αόριστος parented; μετοχή αορ. parented; μετοχή ενεστ. parenting
  1. ανατροφή (το να αναθρέφεις ή να φροντίζεις ένα παιδί)
    They took parenting classes to learn how to parent their new baby effectively.