·

leak (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “leak”

απαρέμφατο leak; αυτός leaks; αόριστος leaked; μετοχή αορ. leaked; μετοχή ενεστ. leaking
  1. διαρρέω
    Gas was leaking from the pipe, so we evacuated the area.
  2. διαρρέω (επιτρέπω τη διαρροή)
    The damaged container leaks chemicals into the soil.
  3. διαρρέω (για πληροφορίες)
    News of the deal leaked before the official announcement.
  4. διαρρέω (αποκαλύπτω πληροφορίες)
    An insider leaked the documents to the press.

ουσιαστικό “leak”

ενικός leak, πληθυντικός leaks ή μη μετρήσιμο
  1. διαρροή
    The leak in the boat let water in faster than we could bail it out.
  2. διαρροή (πληροφοριών)
    The leak of the report caused a scandal in the government.
  3. πληροφοριοδότης
    The company suspected that the leak was among the senior staff.
  4. διαρροή (ηλεκτρικού ρεύματος)
    The electrician checked for any leaks in the wiring.
  5. κατούρημα (αργκό)
    He went behind a tree to take a leak during the hike.
  6. (πληροφορική) μια σταδιακή απώλεια πόρων λόγω αποτυχίας απελευθέρωσής τους
    The developer fixed the memory leak in the application.