·

spirited (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
spirit (ρήμα)

επίθετο “spirited”

βασική μορφή spirited (more/most)
  1. ενθουσιώδης
    The children gave a spirited performance in the school play, delighting the audience.