·

combustion (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “combustion”

ενικός combustion, πληθυντικός combustions ή μη μετρήσιμο
  1. καύση
    The combustion of wood in the fireplace kept us warm during the cold night.
  2. (στη χημεία) η χημική αντίδραση μεταξύ ενός καυσίμου και του οξυγόνου που παράγει θερμότητα και συχνά φως.
    The ongoing combustion makes the substance slightly warm.