ουσιαστικό “combustion”
ενικός combustion, πληθυντικός combustions ή μη μετρήσιμο
- καύση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The combustion of wood in the fireplace kept us warm during the cold night.
- (στη χημεία) η χημική αντίδραση μεταξύ ενός καυσίμου και του οξυγόνου που παράγει θερμότητα και συχνά φως.
The ongoing combustion makes the substance slightly warm.