·

dressed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
dress (ρήμα)

επίθετο “dressed”

βασική μορφή dressed, μη βαθμ.
  1. ντυμένος
    He noticed through the window that his neighbour was not dressed.
  2. ντυμένος (με συγκεκριμένο τύπο ρούχων)
    The long-dressed dancers moved gracefully across the stage.
  3. κατεργασμένος (για μαγείρεμα ή κατανάλωση)
    The chef served a beautifully dressed salad.