·

tale (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “tale”

ενικός tale, πληθυντικός tales
  1. παραμύθι
    The old man told a thrilling tale of pirates and hidden treasure.
  2. ιστορία (που μπορεί να μην είναι εντελώς αληθινή)
    Grandpa told us a thrilling tale about his adventures in the jungle.
  3. αφήγηση (λεπτομερής)
    The detective listened carefully as the witness recounted the tale of the night's events.