·

inspiring (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
inspire (ρήμα)

επίθετο “inspiring”

βασική μορφή inspiring (more/most)
  1. εμπνευστικός
    The teacher's inspiring speech motivated the students to pursue their dreams with passion.