επίθετο “nasal”
βασική μορφή nasal (more/most)
- ρινικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The doctor examined the patient's nasal cavity to check for any signs of infection.
- ρινικός (ήχος)
The French word "non" has a nasal sound that comes through the nose.
- ρινικός (φωνή)
Her voice became nasal when she caught a cold.