ρήμα “inspire”
απαρέμφατο inspire; αυτός inspires; αόριστος inspired; μετοχή αορ. inspired; μετοχή ενεστ. inspiring
- εμπνέω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The novel's magical world was inspired by the author's childhood dreams.
- παρακινώ
Her courage inspired her friends to stand up for what they believed in.
- προκαλώ (συνήθως αναφέρεται σε συναίσθημα ή σκέψη)
Her passionate speech inspired hope in the entire community.
- εισπνέω
During the yoga session, the instructor reminded everyone to slowly inspire deeply through the nose, filling their lungs with air.