·

any (EN)
οριστικό, επίρρημα, αντωνυμία

οριστικό “any”

any
  1. οποιοδήποτε (σε αρνητικές προτάσεις)
    I don't have any money left in my wallet.
  2. οποιοδήποτε (σε επιλογές ή ποικιλία)
    You can select any color for your new car.

επίρρημα “any”

any (more/most)
  1. καθόλου
    I won't stay here any longer than necessary.

αντωνυμία “any”

any
  1. οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε/οποιοδήποτε (ανάλογα με το γένος του αναφερόμενου)
    If any of the guests need assistance, they can talk to the concierge.