·

pairing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
pair (ρήμα)

ουσιαστικό “pairing”

ενικός pairing, πληθυντικός pairings ή μη μετρήσιμο
  1. ζευγάρωμα
    The coach announced the pairings for the doubles matches.
  2. (στην τροφή και το ποτό) ένας κατάλληλος συνδυασμός δύο ειδών που καταναλώνονται μαζί
    The chef recommended a pairing of cheese and wine for the dessert course.