·

compelling (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
compel (ρήμα)

επίθετο “compelling”

βασική μορφή compelling (more/most)
  1. συναρπαστικός
    The movie's compelling storyline kept everyone glued to their seats.
  2. πειστικός
    The evidence she presented was so compelling that everyone believed her story.
  3. ακαταμάχητος (αδύνατο να αγνοηθεί)
    She felt a compelling need to help the stray dog find a home.