ρήμα “compel”
απαρέμφατο compel; αυτός compels; αόριστος compelled; μετοχή αορ. compelled; μετοχή ενεστ. compelling
- αναγκάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher's strict rules compelled the students to complete their homework on time.
- προκαλώ (συναίσθημα)
The bright colors of the painting compelled the attention of everyone in the room.