·

palm (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “palm”

ενικός palm, πληθυντικός palms
  1. παλάμη
    She held the tiny bird gently in her palm.
  2. φοίνικας
    The beach was lined with tall palms swaying gently in the breeze.

ρήμα “palm”

απαρέμφατο palm; αυτός palms; αόριστος palmed; μετοχή αορ. palmed; μετοχή ενεστ. palming
  1. κρύβω στην παλάμη (όταν κάνω μαγικό κόλπο)
    The magician palmed the coin so smoothly that no one noticed it was gone.