ουσιαστικό “palm”
ενικός palm, πληθυντικός palms
- παλάμη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She held the tiny bird gently in her palm.
- φοίνικας
The beach was lined with tall palms swaying gently in the breeze.
ρήμα “palm”
απαρέμφατο palm; αυτός palms; αόριστος palmed; μετοχή αορ. palmed; μετοχή ενεστ. palming
- κρύβω στην παλάμη (όταν κάνω μαγικό κόλπο)
The magician palmed the coin so smoothly that no one noticed it was gone.