ρήμα “dress”
απαρέμφατο dress; αυτός dresses; αόριστος dressed; μετοχή αορ. dressed; μετοχή ενεστ. dressing
- ντύνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She dressed her daughter in a warm sweater before going outside.
- ντύνομαι
He quickly dressed and went downstairs for breakfast.
- ντύνομαι (με συγκεκριμένο στυλ)
She likes to dress in bright colors.
- διακοσμώ
They dressed the room with balloons and streamers for the party.
- περιποιούμαι (τραύμα)
The nurse dressed the cut on his arm.
- προσθέτω σάλτσα
He dressed the salad with olive oil and vinegar.
- καθαρίζω (ζώο για μαγείρεμα)
The hunter dressed the deer before bringing it home.
- επεξεργάζομαι (υλικό)
The carpenter dressed the wood before building the furniture.
- χτενίζω
The stylist dressed her hair beautifully for the wedding.
- παρατάσσω
The sergeant ordered the troops to dress ranks.
ουσιαστικό “dress”
ενικός dress, πληθυντικός dresses ή μη μετρήσιμο
- φόρεμα
She wore a beautiful blue dress to the party.
- ένδυση
The soldiers wore their full dress for the ceremony.