ουσιαστικό “spirit”
ενικός spirit, πληθυντικός spirits ή μη μετρήσιμο
- πνεύμα (η ψυχή)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Many cultures believe that the spirit lives on after death.
- πνεύμα (υπερφυσικό ον)
They claimed to have seen a spirit roaming the old mansion.
- διάθεση
She was in high spirits after receiving the good news.
- ζήλος
The team's fighting spirit led them to victory.
- πνεύμα (η ουσία)
We should follow the spirit of the law, not just the letter.
- πνεύμα (η νοοτροπία)
The festival captured the community's joyful spirit.
- άτομο (με συγκεκριμένη ιδιότητα)
He was a creative spirit who loved exploring new ideas.
- αλκοόλ
The tavern offers a wide selection of spirits and ales.
ρήμα “spirit”
απαρέμφατο spirit; αυτός spirits; αόριστος spirited; μετοχή αορ. spirited; μετοχή ενεστ. spiriting
- να μεταφέρω γρήγορα και κρυφά
The valuable artifacts were spirited away under the cover of night.
- ενθαρρύνω
The coach's speech spirited the team before the big game.