ουσιαστικό “concierge”
ενικός concierge, πληθυντικός concierges
- θυρωρός (σε ξενοδοχείο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The concierge recommended an excellent restaurant nearby and booked a table for us.
- θυρωρός (σε πολυκατοικία)
Our building's concierge collects our mail and ensures the building is secure.