·

concierge (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “concierge”

ενικός concierge, πληθυντικός concierges
  1. θυρωρός (σε ξενοδοχείο)
    The concierge recommended an excellent restaurant nearby and booked a table for us.
  2. θυρωρός (σε πολυκατοικία)
    Our building's concierge collects our mail and ensures the building is secure.