ουσιαστικό “moment”
ενικός moment, πληθυντικός moments ή μη μετρήσιμο
- στιγμή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
At that moment, the lights went out.
- στιγμή (σύντομη χρονική περίοδος)
I'll join you in a moment.
- κατάλληλη στιγμή
When the rain stopped, it was the perfect moment to go for a walk.
- στιγμή (στη ζωή ή σε γεγονός)
Graduating from college was a proud moment in her life.
- ξέσπασμα
She had a moment when she couldn't find her keys and started shouting.
- ροπή
The engineer calculated the moment required to lift the beam.
- ροπή (στα μαθηματικά)
The second moment of the distribution indicates its variability.