επίθετο “low”
low, συγκρ. lower, υπερθ. lowest
- χαμηλός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The books are on a low shelf.
- χαμηλός
The store offered low prices during the sale.
- χαμηλός (σε θέση ή κατάσταση)
He started his career in a low position.
- χαμηλός (σε ένταση)
Please speak in a low voice in the library.
- βαθύς
The singer's low notes were impressive.
- πεσμένος
She felt low after the argument.
- χαμηλός (σε περιεκτικότητα)
She follows a diet low in carbohydrates.
ουσιαστικό “low”
ενικός low, πληθυντικός lows
- χαμηλό σημείο
The stock market reached a new low today.
- κατήφεια
After losing his job, he went through a low.
- χαμηλή θερμοκρασία
Tonight's low is expected to be below freezing.
- χαμηλό βαρομετρικό
The approaching low will bring rain.
- πρώτη ταχύτητα
He shifted into low to drive up the steep hill.
επίρρημα “low”
- χαμηλά
The helicopter flew low over the city.
- βαθιά
The singer can sing very low.
- σιγανά
They whispered low so no one would hear them.
ρήμα “low”
απαρέμφατο low; αυτός lows; αόριστος lowed; μετοχή αορ. lowed; μετοχή ενεστ. lowing
- μουγκρίζω
The cows began to low as the farmer approached.