·

dogging (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
dog (ρήμα)

ουσιαστικό “dogging”

ενικός dogging, μη μετρήσιμο
  1. (Ηνωμένο Βασίλειο) η πρακτική της συμμετοχής σε σεξουαλικές δραστηριότητες σε δημόσιους χώρους όπου άλλοι μπορεί να παρακολουθούν.
    Dogging is illegal in many places.