ουσιαστικό “balm”
ενικός balm, πληθυντικός balms ή μη μετρήσιμο
- βάλσαμο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She applied the balm to her sunburned skin to soothe the pain.
- μελισσόχορτο
In her garden, she grows lemon balm, which fills the air with a refreshing citrus scent.
- παρηγοριά (ψυχική ανακούφιση)
Her kind words were a balm to his troubled heart.
- αρωματική ουσία (για ταρίχευση)
The ancient Egyptians used a special balm to preserve the bodies of their pharaohs.