·

beyond (EN)
πρόθεση, επίρρημα

πρόθεση “beyond”

beyond
  1. πέρα από
    The mountains are beyond the river.
  2. μετά από
    The library stays open beyond 8 PM on weekdays.
  3. πέρα από (σε μεγαλύτερο βαθμό)
    Her performance went beyond what anyone thought possible.
  4. επιπλέον
    He had no evidence beyond his own suspicions.
  5. χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει ή να επιτευχθεί
    The old computer was beyond fixing.
  6. πέρα από (την κατανόηση)
    The concept of quantum physics was beyond her.

επίρρημα “beyond”

beyond (more/most)
  1. παραπέρα
    The river and the forest beyond were hidden in mist.
  2. αργότερα
    We have plans for the summer and beyond.