·

emerging (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
emerge (ρήμα)

επίθετο “emerging”

βασική μορφή emerging (more/most)
  1. αρχίζει να εμφανίζεται, να αναπτύσσεται ή να γίνεται ευρέως γνωστό
    The emerging artist quickly gained popularity with her unique paintings.