ρήμα “emerge”
απαρέμφατο emerge; αυτός emerges; αόριστος emerged; μετοχή αορ. emerged; μετοχή ενεστ. emerging
- εμφανίζομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The sun emerged from behind the clouds, brightening the whole sky.
- βγαίνω (από μια δύσκολη κατάσταση)
After months of hard work, she emerged successful from the challenging project.
- αναδύομαι
The dolphin emerged from the ocean, splashing water everywhere.
- αποκαλύπτομαι
After hours of questioning, the details of the plan finally emerged.