·

unfurl (EN)
ρήμα

ρήμα “unfurl”

απαρέμφατο unfurl; αυτός unfurls; αόριστος unfurled; μετοχή αορ. unfurled; μετοχή ενεστ. unfurling
  1. αναπτύσσω
    As the national anthem played, the soldiers unfurled the large banner across the building.
  2. εξελίσσομαι (σε σχέση με ιστορία ή κατάσταση)
    The plot of the novel unfurled slowly, revealing secrets with each chapter.