·

retrieve (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “retrieve”

απαρέμφατο retrieve; αυτός retrieves; αόριστος retrieved; μετοχή αορ. retrieved; μετοχή ενεστ. retrieving
  1. ανακτώ
    After searching for hours, I finally retrieved my lost keys from under the couch.
  2. διασώζω
    The firefighter retrieved the kitten from the burning building.
  3. διορθώνω
    She apologized to retrieve the situation after her mistake caused a misunderstanding.
  4. ανακαλώ
    Recall is a mental process during which a person retrieves information from the past.
  5. ανακτώ (ανακτώ αρχείο ή δεδομένα από υπολογιστή ή βάση δεδομένων)
    The technician retrieved the document from the database.
  6. φέρνω πίσω (στο πλαίσιο συνεπούς συμπεριφοράς ή δραστηριότητας)
    The dog ran across the park to retrieve the stick its owner had thrown.
  7. επαναφέρω (σε παιχνίδι)
    The tennis player managed to retrieve a powerful serve, surprising her opponent.

ουσιαστικό “retrieve”

ενικός retrieve, πληθυντικός retrieves
  1. ανάκτηση
    The successful retrieve of the data was a relief to the research team.
  2. επαναφορά (σε παιχνίδι)
    His impressive retrieve at the net won him the match point.