ρήμα “retrieve”
απαρέμφατο retrieve; αυτός retrieves; αόριστος retrieved; μετοχή αορ. retrieved; μετοχή ενεστ. retrieving
- ανακτώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After searching for hours, I finally retrieved my lost keys from under the couch.
- διασώζω
The firefighter retrieved the kitten from the burning building.
- διορθώνω
She apologized to retrieve the situation after her mistake caused a misunderstanding.
- ανακαλώ
Recall is a mental process during which a person retrieves information from the past.
- ανακτώ (ανακτώ αρχείο ή δεδομένα από υπολογιστή ή βάση δεδομένων)
The technician retrieved the document from the database.
- φέρνω πίσω (στο πλαίσιο συνεπούς συμπεριφοράς ή δραστηριότητας)
The dog ran across the park to retrieve the stick its owner had thrown.
- επαναφέρω (σε παιχνίδι)
The tennis player managed to retrieve a powerful serve, surprising her opponent.
ουσιαστικό “retrieve”
ενικός retrieve, πληθυντικός retrieves
- ανάκτηση
The successful retrieve of the data was a relief to the research team.
- επαναφορά (σε παιχνίδι)
His impressive retrieve at the net won him the match point.