ουσιαστικό “bed”
ενικός bed, πληθυντικός beds ή μη μετρήσιμο
- κρεβάτι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She bought a new bed for her bedroom.
- ύπνος
- παρτέρι
He planted tulips in the flower bed.
- πυθμένας
The shipwreck lay on the ocean bed.
- βάση
The dish was served on a bed of rice.
- στρώμα (ένα στρώμα από πετρώματα ή κοιτάσματα ορυκτών κάτω από το έδαφος)
Miners found a bed of coal deep underground.
- ύφαλος (μια περιοχή στη θάλασσα όπου βρίσκονται οστρακοειδή ή φύκια)
Fishermen harvested oysters from the oyster bed.
- καρότσα (η επίπεδη επιφάνεια ενός φορτηγού ή άλλου οχήματος για τη μεταφορά εμπορευμάτων)
They loaded the lumber onto the truck bed.
- κρεβάτι (σεξουαλικές σχέσεις)
The scandal involved secrets both in politics and in bed.
ρήμα “bed”
απαρέμφατο bed; αυτός beds; αόριστος bedded; μετοχή αορ. bedded; μετοχή ενεστ. bedding
- φιλοξενώ
The hostel can bed up to fifty guests.
- τοποθετώ κάτι σταθερά μέσα σε κάτι άλλο
The tiles were bedded in mortar.
- να φυτεύω λουλούδια ή φυτά σε παρτέρι
They bedded the seedlings in the flowerbed.
- βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο
She bedded the children and read them a bedtime story.
- συνευρίσκομαι
He boasted that he had bedded several famous actresses.