·

bed (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “bed”

ενικός bed, πληθυντικός beds ή μη μετρήσιμο
  1. κρεβάτι
    She bought a new bed for her bedroom.
  2. ύπνος
    It's time to go to bed.
  3. παρτέρι
    He planted tulips in the flower bed.
  4. πυθμένας
    The shipwreck lay on the ocean bed.
  5. βάση
    The dish was served on a bed of rice.
  6. στρώμα (ένα στρώμα από πετρώματα ή κοιτάσματα ορυκτών κάτω από το έδαφος)
    Miners found a bed of coal deep underground.
  7. ύφαλος (μια περιοχή στη θάλασσα όπου βρίσκονται οστρακοειδή ή φύκια)
    Fishermen harvested oysters from the oyster bed.
  8. καρότσα (η επίπεδη επιφάνεια ενός φορτηγού ή άλλου οχήματος για τη μεταφορά εμπορευμάτων)
    They loaded the lumber onto the truck bed.
  9. κρεβάτι (σεξουαλικές σχέσεις)
    The scandal involved secrets both in politics and in bed.

ρήμα “bed”

απαρέμφατο bed; αυτός beds; αόριστος bedded; μετοχή αορ. bedded; μετοχή ενεστ. bedding
  1. φιλοξενώ
    The hostel can bed up to fifty guests.
  2. τοποθετώ κάτι σταθερά μέσα σε κάτι άλλο
    The tiles were bedded in mortar.
  3. να φυτεύω λουλούδια ή φυτά σε παρτέρι
    They bedded the seedlings in the flowerbed.
  4. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο
    She bedded the children and read them a bedtime story.
  5. συνευρίσκομαι
    He boasted that he had bedded several famous actresses.