επίθετο “immediate”
βασική μορφή immediate, μη βαθμ.
- άμεσος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When the fire alarm rang, everyone left the building in immediate response.
- επείγων
The broken pipe needs immediate repair to prevent flooding.
- κοντινός (σε σχέση ή τοποθεσία)
The store is in the immediate area, just a five-minute walk from here.
- άμεσος (ως αιτία)
The immediate impact of the new policy was a rise in customer satisfaction.