ουσιαστικό “alien”
ενικός alien, πληθυντικός aliens
- αλλοδαπός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Many aliens seek refuge in new countries to escape difficult conditions in their homeland.
- εξωγήινος
The spaceship landed, and out stepped an alien with green skin and large, black eyes.
επίθετο “alien”
βασική μορφή alien, μη βαθμ.
- ξένος (εντελώς διαφορετικός)
The customs of the distant tribe were completely alien to the tourists.
- εξωγήινος (χαρακτηριστικός των όντων από το διάστημα)
The skull they found in the forest seemed alien.