·

alien (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “alien”

ενικός alien, πληθυντικός aliens
  1. αλλοδαπός
    Many aliens seek refuge in new countries to escape difficult conditions in their homeland.
  2. εξωγήινος
    The spaceship landed, and out stepped an alien with green skin and large, black eyes.

επίθετο “alien”

βασική μορφή alien, μη βαθμ.
  1. ξένος (εντελώς διαφορετικός)
    The customs of the distant tribe were completely alien to the tourists.
  2. εξωγήινος (χαρακτηριστικός των όντων από το διάστημα)
    The skull they found in the forest seemed alien.