·

sun (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Sun (Κύριο Όνομα)

ουσιαστικό “sun”

ενικός sun, πληθυντικός suns ή μη μετρήσιμο
  1. ήλιος
    Our sun is just one of billions in the Milky Way galaxy, providing the necessary energy for life on Earth.
  2. ηλιακό φως και θερμότητα
    After days of rain, the children rushed outside to play in the bright sun.

ρήμα “sun”

απαρέμφατο sun; αυτός suns; αόριστος sunned; μετοχή αορ. sunned; μετοχή ενεστ. sunning
  1. ηλιοθεραπεία (για άτομα), ηλιοφάνεια (για αντικείμενα)
    On weekends, I like to sun myself by the pool to get a little bit of a tan.