·

fuel (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “fuel”

ενικός fuel, πληθυντικός fuels ή μη μετρήσιμο
  1. καύσιμο
    Gasoline is the fuel most cars use to run.
  2. τροφή (για ζωντανά όντα)
    For marathon runners, pasta serves as an excellent fuel the night before a race.
  3. καύσιμο (για δραστηριότητα ή συναίσθημα)
    Her passionate speech served as fuel for the protest, igniting a fire in the hearts of all who listened.

ρήμα “fuel”

απαρέμφατο fuel; αυτός fuels; αόριστος fueled us, fuelled uk; μετοχή αορ. fueled us, fuelled uk; μετοχή ενεστ. fueling us, fuelling uk
  1. προμηθεύω με καύσιμο
    Before the long journey, they fueled the car at the local gas station.
  2. εντείνω (μια κατάσταση ή συναίσθημα)
    His provocative comments fueled the debate even further.