ουσιαστικό “fuel”
ενικός fuel, πληθυντικός fuels ή μη μετρήσιμο
- καύσιμο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Gasoline is the fuel most cars use to run.
- τροφή (για ζωντανά όντα)
For marathon runners, pasta serves as an excellent fuel the night before a race.
- καύσιμο (για δραστηριότητα ή συναίσθημα)
Her passionate speech served as fuel for the protest, igniting a fire in the hearts of all who listened.
ρήμα “fuel”
απαρέμφατο fuel; αυτός fuels; αόριστος fueled us, fuelled uk; μετοχή αορ. fueled us, fuelled uk; μετοχή ενεστ. fueling us, fuelling uk
- προμηθεύω με καύσιμο
Before the long journey, they fueled the car at the local gas station.
- εντείνω (μια κατάσταση ή συναίσθημα)
His provocative comments fueled the debate even further.