·

earlier (EN)
επίθετο, επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
early (επίθετο, επίρρημα)

επίθετο “earlier”

βασική μορφή earlier, μη βαθμ.
  1. προηγούμενος
    She regretted not taking the earlier flight, as the later one was delayed.

επίρρημα “earlier”

earlier (more/most)
  1. νωρίτερα
    She arrived earlier than expected.