ουσιαστικό “muscle”
ενικός muscle, πληθυντικός muscles ή μη μετρήσιμο
- μυς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She felt a sharp pain in her leg muscle after running the marathon.
- μυϊκός ιστός
When you lift weights, you build muscle in your arms and legs.
- δύναμη
The company used its financial muscle to buy out its competitor.
- μπράβοι
The club owner always had muscle at the door to keep troublemakers out.
ρήμα “muscle”
απαρέμφατο muscle; αυτός muscles; αόριστος muscled; μετοχή αορ. muscled; μετοχή ενεστ. muscling
- σπρώχνω δυναμικά (με τη χρήση φυσικής δύναμης)
He had to muscle through the crowd to get inside.