·

shocked (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
shock (ρήμα)

επίθετο “shocked”

βασική μορφή shocked (more/most)
  1. σοκαρισμένος
    The news of the sudden company closure left the shocked employees scrambling for answers.
  2. σε κατάσταση σοκ (ιατρική κατάσταση)
    The injured man is shocked and needs immediate medical attention.