·

symmetrical (EN)
επίθετο

επίθετο “symmetrical”

βασική μορφή symmetrical (more/most)
  1. συμμετρικός
    The butterfly's wings are beautifully symmetrical.
  2. συμμετρικός (στα μαθηματικά, παραμένει ο ίδιος όταν γίνονται ορισμένες αλλαγές· αμετάβλητος υπό μετασχηματισμούς)
    A square is symmetrical with respect to rotations of 90 degrees.