·

real (EN)
επίθετο, επίρρημα, ουσιαστικό, ουσιαστικό

επίθετο “real”

βασική μορφή real, realer, realest (ή more/most)
  1. αυθεντικός
    This diamond is real.
  2. πραγματικός
    Dragons are not real animals.
  3. ειλικρινής
    She showed real concern for her friend.
  4. σημαντικός
    Climate change is a real threat.
  5. πραγματικός (οικονομία)
    His real income increased last year.
  6. πραγματικός (μαθηματικά)
    The equation has real solutions.
  7. ακίνητος
    She invested in real estate.

επίρρημα “real”

real
  1. πολύ
    He ran real fast to catch the bus.

ουσιαστικό “real”

ενικός real, πληθυντικός reals
  1. πραγματικός αριθμός
    The inequality is satisfied by any two reals greater than 2.

ουσιαστικό “real”

ενικός real, πληθυντικός reais
  1. ρεάλ (το νόμισμα της Βραζιλίας από το 1994)
    They exchanged dollars for reais at the bank.