επίθετο “solemn”
βασική μορφή solemn (more/most)
- σοβαρός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The judge's solemn expression made everyone in the courtroom fall silent.
- εννοούμενο με απόλυτη σοβαρότητα
He made a solemn vow to always stand by her side, no matter what challenges they might face.
- ιερός
The church was filled with a quiet reverence during the solemn ceremony of Easter Vigil.