επίθετο “large”
large, συγκρ. larger, υπερθ. largest
- μεγάλος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She bought a large pizza for the party.
ουσιαστικό “large”
ενικός large, πληθυντικός larges ή μη μετρήσιμο
- μεγάλο (μέγεθος)
We have more shirts available in large than in small.
- μεγάλο (αντικείμενο)
I'll need a medium for myself and two larges for my brothers.
- μεγαλόσωμος
She realized she was a large in the new brand's T-shirts, not a medium like she initially thought.