·

earth (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Earth (Κύριο Όνομα)

ουσιαστικό “earth”

ενικός earth, πληθυντικός earths ή μη μετρήσιμο
  1. χώμα
    The earth in the garden was rich and dark, perfect for planting tomatoes.
  2. γη
    The seeds were planted in the earth, waiting to sprout into a lush garden.
  3. φωλιά (συνήθως υπόγεια)
    The hounds sniffed around the field until they found the fox's earth hidden beneath a thicket.
  4. γείωση
    Before turning on the machine, ensure the earth is securely connected.
  5. πλανήτης παρόμοιος με τη Γη
    Astronomers have discovered a distant solar system with three earths orbiting a sun-like star.

ρήμα “earth”

απαρέμφατο earth; αυτός earths; αόριστος earthed; μετοχή αορ. earthed; μετοχή ενεστ. earthing
  1. γειώνω
    Before turning on the new radio, make sure it's earthed to prevent any electrical shocks.