·

promised (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
promise (ρήμα)

επίθετο “promised”

βασική μορφή promised, μη βαθμ.
  1. αναμενόμενος
    The promised sunny weather turned into an unexpected downpour.
  2. υποσχεθείς
    The children eagerly awaited the promised trip to the amusement park that their parents had scheduled for the weekend.
  3. δεσμευμένος (σε μελλοντικό γεγονός ή δράση, όπως ένας γάμος ή μια νέα δουλειά)
    Despite the king's offers, the knight was already promised to the sacred order and could not serve another master.