ουσιαστικό “promise”
ενικός promise, πληθυντικός promises ή μη μετρήσιμο
- υπόσχεση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She gave her friend a promise to keep the secret safe.
- υπόσχεση (ελπίδα)
Despite his young age, his skill with the violin showed great promise.
- promise (στην πληροφορική, χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος)
Once the data is fetched, the promise will resolve with the information we need.
ρήμα “promise”
απαρέμφατο promise; αυτός promises; αόριστος promised; μετοχή αορ. promised; μετοχή ενεστ. promising
- υπόσχομαι
She promised to take care of her little brother while their parents were out.
- προμηνύω
The blooming flowers in the garden promise a beautiful spring season.